καιροφυλακτώ

καιροφυλακτώ
(AM καιροφυλακτῶ, -έω)
περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία για να κάνω κάτι, παραμονεύω, καιροσκοπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -φυλακτῶ (< -φύλακτος < φυλάσσω), πρβλ. α-φυλακτώ, τειχο-φυλακτώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καιροφυλακτώ — καιροφυλακτώ, καιροφυλάκτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καιροφυλακτώ — καιροφυλάκτησα, καρτερώ τον κατάλληλο καιρό, περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία, παραμονεύω: Καιροφυλάκτησα και τους έπιασα να κλέβουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντεπιμέλλω — ἀντεπιμέλλω (Α) καιροφυλακτώ εναντίον κάποιου που καιροφυλακτεί εναντίον μου …   Dictionary of Greek

  • βιγλίζω — (Μ βιγλίζω) [βίγλα] 1. είμαι σκοπός, φρουρώ 2. παραμονεύω, καιροφυλακτώ 3. εξετάζω προσεκτικά, ερευνώ 4. κοιτάζω από μακριά, αντικρίζω νεοελλ. 1. εποπτεύω, επιθεωρώ 2. παρατηρώ κάτι με μισόκλειστα μάτια 3. βρίσκω τον στόχο, πετυχαίνω …   Dictionary of Greek

  • επιτηρώ — (AM ἐπιτηρῶ, έω) [τηρώ] νεοελλ. επιβλέπω, εποπτεύω μσν. προσέχω, προστατεύω κάποιον αρχ. μσν. 1. παραμονεύω, καιροφυλακτώ 2. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ αρχ. 1. επιθεωρώ, εποπτεύω, διοικώ 2. προσπαθώ ν’ ανακαλύψω κάτι («σὺ δ’ ἐπιτήρει τὸ βλάβος»… …   Dictionary of Greek

  • εφορμώ — (I) (ΑΜ ἐφορμῶ, άω) ορμώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, επέρχομαι, επιπίπτω, χυμάω αρχ. 1. διεγείρω, παρορμώ, ξεσηκώνω κάποιον εναντίον κάποιου 2. (με απρμφ.) επιθυμώ 3. (χωρίς εχθρική σημασία) κινούμαι, ορμώ μπροστά, τινάζομαι 4. (παθ. και μέσ.)… …   Dictionary of Greek

  • καιροσκοπώ — (Α καιροσκοπῶ, έω) [καιροσκόπος] περιμένω την κατάλληλη περίσταση για να τήν εκμεταλλευθώ, καιροφυλακτώ …   Dictionary of Greek

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • καραδοκώ — (AM καραδοκῶ, έω) παρατηρώ κάτι προτείνοντας την κεφαλή, εξετάζω κάτι παραμονεύοντας, παραμονεύω, καιροφυλακτώ, περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία, ενεδρεύω αρχ. αποβλέπω σε κάποιον («ἐκαραδόκησεν εἰς ἔμ ἡ βουλὴ πάλιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα …   Dictionary of Greek

  • ναυλοχώ — (Α ναυλοχῶ, έω) [ναύλοχος] νεοελλ. (ιδίως για πολεμικό πλοίο και για μοίρα στόλου) παραμένω σε λιμάνι ή σε όρμο, είμαι αγκυροβολημένος αρχ. (για πλοία με επιβάτες) παραμένω αγκυροβολημένος σε λιμάνι ή σε όρμο και καιροφυλακτώ για να επιτεθώ κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”